νεμήτρια

νεμήτρια
νεμ-ήτρια, , fem. of νεμητής, ib.14.956B5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεμήτρια — νεμήτρια, ἡ (Α) βλ. νεμητής …   Dictionary of Greek

  • νεμητής — νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α) 1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω* (πρβλ. νέμημα, νέμηση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”